- αινόδρυπτος
- αἰνόδρυπτος, -ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες)αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο ως ερμήνευμα τής λέξης «μαλθακή, τεμπέλα» (βλ. και λ. αινόθρυπτος).[ΕΤΥΜΟΛ. Αἰνόδρυπτος < αἰνὸς + *δρυπτὸς < δρύπτω «σπαράσσω, κατασχίζω». Το αἰνόθρυπτος παράγεται αντιστοίχως < αἰνὸς + θρυπτὸς < θρύπτω «κατακομματιάζω, θρυμματίζω» και «εκθηλύνω, εκλεπτύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.